- ελλιπής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, που έχει ελλείψεις, ατελής, λειψός, ελαττωματικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐλλιπής — leaving out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλιπής — ές (AM ἐλλιπής, ές) 1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις («ελλιπής μερίδα», «ελλιπής φοίτηση») 2. φρ. «ελλιπή ρήματα» τα ελλειπτικά νεοελλ. φρ. 1. «ελλιπής αριθμός» ο αριθμός τού οποίου το άθροισμα τών διαιρετών είναι μικρότερο από τον αριθμό 2.… … Dictionary of Greek
ἐλλίπῃς — ἐλλείπω leave in aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλιπῆ — ἐλλιπής leaving out neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐλλιπής leaving out masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐλλιπής leaving out masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλιπέστερον — ἐλλιπής leaving out adverbial comp ἐλλιπής leaving out masc acc comp sg ἐλλιπής leaving out neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλιπεστέραις — ἐλλιπής leaving out fem dat comp pl ἐλλιπεστέρᾱͅς , ἐλλιπής leaving out fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλιπεστέρως — ἐλλιπής leaving out masc acc comp pl (doric) ἐλλιπής leaving out comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλιπεῖ — ἐλλιπής leaving out masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλλιπής leaving out masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλιπεῖς — ἐλλιπής leaving out masc/fem acc pl ἐλλιπής leaving out masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλιπέα — ἐλλιπής leaving out neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐλλιπής leaving out masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)